παρεισδέχομαι

παρεισδέχομαι
παρεισ-δέχομαι,
A take in beside or as well, S.Tr.537 ;

τὸ ὑγρὸν ἅμα τῇ τροφῇ Arist.PA662a9

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρεισδέχομαι — Α δέχομαι επίσης, επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσδέχομαι «δέχομαι μέσα, επιτρέπω την είσοδο»] …   Dictionary of Greek

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”